- αλογίζομαι
- ἀλογίζομαι (Μ) [ἄλογος]είμαι παράλογος, φέρομαι παράλογα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀλογίζονται — ἀλογίζομαι to be irrational pres ind mp 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἠλογίσθησαν — ἀλογίζομαι to be irrational aor ind mp 3rd pl (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άλογος — η, ο (Α ἄλογος, ον) 1. αυτός που στερείται λόγου, άφωνος, άλαλος, βουβός 2. αυτός που στερείται λογικής 3. ο αντίθετος ή ο μη σύμφωνος με τη λογική, παράλογος 4. το ουδ. ως ουσ. το άλογο(ν) αρχ. 1. ο αδύναμος, ο αδέξιος στην έκφραση 2. αυτός που… … Dictionary of Greek
εξαλογίζομαι — ἐξαλογίζομαι (Μ) [αλογίζομαι] γίνομαι παράλογος … Dictionary of Greek
διαλογίσθαι — διᾱλογίσθαι , διά ἀλογίζομαι to be irrational perf inf mp (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κἀλογιζόμην — ἀ̱λογιζόμην , ἀλογίζομαι to be irrational imperf ind mp 1st sg (doric aeolic) ἐλογιζόμην , λογίζομαι count imperf ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρηλογίσω — παρά ἀλογίζομαι to be irrational aor ind mp 2nd sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)